κλωνί

κλωνί
[клони] ома. о. соломинка

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κλωνί" в других словарях:

  • κλωνί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 355 κάτ.) του νομού Φθιώτιδος. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 35 χλμ. Δ της Λαμίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σπερχειάδος. * * * και κλωνίν, το (AM κλωνίον) μικρός κλώνος, κλαδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλών +… …   Dictionary of Greek

  • κλωνί — το 1. κλωνάρι. 2. κλωνιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλωνί — κλών twig masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλωνιάζω — [κλωνί] 1. βγάζω κλαδιά 2. συνδέω νήματα για την κατασκευή κλωστής …   Dictionary of Greek

  • κλώνος — Βλ. λ. κλάδος. * * * ὁ (AM κλών, ωνός, Μ και κλώνος) κλάδος, κλωνάρι («οὔπω χοάς ποτ οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης», Ευρ.) νεοελλ. βιολ. πληθυσμός γενετικά ταυτόσημων πολυκύτταρων ή μονοκύτταρων οργανισμών που προήλθε αρχικά από ένα μόνο άτομο με αγενείς… …   Dictionary of Greek

  • κλωνιά — και κλωνά και κλωνή, η [κλωνί] κλωστή για ράψιμο …   Dictionary of Greek

  • κόμματος — ο 1. μεγάλο κομμάτι 2. ωραία και προκλητική γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθ. τού τ. κομμάτι, πρβλ. κεφάλι: κέφαλος, κλωνί: κλώνος] …   Dictionary of Greek

  • σπαρτίκλωνο — το, Ν κλωνάρι από σπάρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάρτο + κλωνί] …   Dictionary of Greek

  • Μήτσου, Ανδρέας — (Χαλκιόπουλο Αιτωλοακαρνανίας 1950 –). Φιλόλογος και λογοτέχνης. Σπούδασε φιλολογία στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ μετεκπαιδεύτηκε στη ΣΕΛΜΕ Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως καθηγητής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»